- οικοδέσποινα
- [икодэспина] ουσ. Θ. домохозяйка,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
οἰκοδέσποινα — mistress of a family fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδέσποινα — η (Α οικοδέσποινα) η κυρία τού σπιτιού, η νοικοκυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέσποινα] … Dictionary of Greek
οἰκοδεσποίνας — οἰκοδεσποίνᾱς , οἰκοδέσποινα mistress of a family fem acc pl οἰκοδεσποίνᾱς , οἰκοδέσποινα mistress of a family fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποινῶν — οἰκοδέσποινα mistress of a family fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποίναις — οἰκοδέσποινα mistress of a family fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποίνης — οἰκοδέσποινα mistress of a family fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποίνῃ — οἰκοδέσποινα mistress of a family fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδέσποιναν — οἰκοδέσποινα mistress of a family fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek